λογάρι

λογάρι
το (AM λογάριον, Μ και λογάριν και λογάρι και λαγάριν)
νεοελλ.-μσν.
αποθησαυρισμένο χρήμα ή θησαυρός από τιμαλφή αντικείμενα, περιουσία, πλούτος («καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν, λογάριόν τε περισσόν, καὶ δούλους», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. υποκορ. τού λόγος («λογάρια δύστηνα μελετήσας καὶ φωνασκήσας», Δημοσθ.)
2. λογαριασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + υποκορ. κατάλ. -άριον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λογάρι — το ιού, χρήμα, πλούτος, θησαυρός: Στο μπαούλο υπήρχε πολύ λογάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογαράς — λογαράς, ὁ (Μ) 1. λογιστής (ως αυλικός τίτλος) 2. αυτός που λέει πολλά λόγια, πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογάρι + κατάλ. άς (πρβλ. ζωναρ άς, φαναρ άς)] …   Dictionary of Greek

  • λογαρίδιον — λογαρίδιον, τὸ (Α) λογάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογάριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον] …   Dictionary of Greek

  • λογαρίζω — (Μ) [λογάρι] 1. υπολογίζω, μετρώ 2. σχεδιάζω, σκοπεύω …   Dictionary of Greek

  • λογαριάζω — (AM λογαριάζω) [λογάρι] υπολογίζω, αριθμώ, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις (α. «λογάριασα τα έξοδα τού μήνα» β. «λογαριάζω τις μέρες τής άδειάς μου») νεοελλ. 1. περιλαμβάνω κάτι σε κάποιο λογαριασμό, συνυπολογίζω («λογάριασες και τα έξοδα τού… …   Dictionary of Greek

  • λογαρικός — λογαρικός, ή, όν (Μ) [λογάρι] φρ. «λογαρική λίτρα» μονάδα βάρους …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”