λογάρι — το ιού, χρήμα, πλούτος, θησαυρός: Στο μπαούλο υπήρχε πολύ λογάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογαράς — λογαράς, ὁ (Μ) 1. λογιστής (ως αυλικός τίτλος) 2. αυτός που λέει πολλά λόγια, πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογάρι + κατάλ. άς (πρβλ. ζωναρ άς, φαναρ άς)] … Dictionary of Greek
λογαρίδιον — λογαρίδιον, τὸ (Α) λογάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογάριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
λογαρίζω — (Μ) [λογάρι] 1. υπολογίζω, μετρώ 2. σχεδιάζω, σκοπεύω … Dictionary of Greek
λογαριάζω — (AM λογαριάζω) [λογάρι] υπολογίζω, αριθμώ, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις (α. «λογάριασα τα έξοδα τού μήνα» β. «λογαριάζω τις μέρες τής άδειάς μου») νεοελλ. 1. περιλαμβάνω κάτι σε κάποιο λογαριασμό, συνυπολογίζω («λογάριασες και τα έξοδα τού… … Dictionary of Greek
λογαρικός — λογαρικός, ή, όν (Μ) [λογάρι] φρ. «λογαρική λίτρα» μονάδα βάρους … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek